- δαιδαλοεργός
- δαιδαλο-εργός, künstlich arbeitend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δαιδαλοεργός — δαιδαλοεργός, όν (Μ) ο επιδέξιος τεχνίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίδαλος + εργος < έργον] … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek